- πηλῶδες
- πηλώδηςclayeymasc/fem voc sgπηλώδηςclayeyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλέπας — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νοτερόν, πηλῶδες ἤ δασύ, ἤ ὑγρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι συνδέσεις που κατά καιρούς έχουν προταθεί δεν είναι πειστικές] … Dictionary of Greek
γεωπυραμίδες — Πυραμίδες που σχηματίζονται από τη διαβρωτική επίδραση του νερού της βροχής σε πηλώδες ή αμμώδες έδαφος, στο οποίο υπάρχουν διάσπαρτοι πέτρινοι όγκοι. Το νερό διαβρώνει το έδαφος και αφήνει ανέπαφο μόνο το τμήμα εκείνο που καλύπτεται από τους… … Dictionary of Greek
γραουβάκες — Ιζηματογενές πέτρωμα της ομάδας των ψαμμιτών, που έχει συνήθως γκρίζο χρώμα και αποτελείται από θραύσματα χαλαζία, αστρίων, μαρμαρυγιών, πυριτικών σχιστόλιθων, αργιλικών σχιστόλιθων, γνευσίων κ.ά. Τα θραύσματα αυτά συνδέονται με πυριτικό ή… … Dictionary of Greek
klep- — klep English meaning: wet Deutsche Übersetzung: “feucht”?? Material: Gk. κλέπας νοτερόν, πηλῶδες, ἤ δασύ, ἤ ὑγρόν Hes.; O.Ir. cluain “meadow” (k̂lop ni , also k̂leu ni possible); Lith. šlampù , šlapti “damp become”, šlapumà… … Proto-Indo-European etymological dictionary